- προαναφορᾷ
- προαναφοράfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαναφορά — προαναφορά̱ , προαναφορά fem nom/voc/acc dual προαναφορά̱ , προαναφορά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαναφορά — η, ΝΑ [ἀναφορά] νεοελλ. (στην Ορθόδοξη Εκκλησία) το τμήμα τής θείας λειτουργίας από την αρχή μέχρι την ευχή τής αναφοράς, το οποίο περιλαμβάνει την έναρξη τής λειτουργίας, τη μικρά είσοδο, τα αναγνώσματα, τη μεγάλη είσοδο, τον ασπασμό και το… … Dictionary of Greek